μανδαϊκός

μανδαϊκός
-ή, -ό [Μανδαίοι]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μανδαίους
2. το θηλ. ως ουσ. η μανδαϊκή
διάλεκτος τής αραμαϊκής ομάδας διαλέκτων, στην οποία έχουν γραφεί τα φιλολογικά έργα τών Μανδαίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”